Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλάδι — το [απλός] κλινοσκέπασμα, κουβέρτα … Dictionary of Greek
απλάδα — η 1. ανοιχτός επίπεδος τόπος 2. απλάδενα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντ. του ουσ. απλάδι] … Dictionary of Greek